- οὐραγωγός
- οὐρᾰγωγός, όν, (οὖρον (A), ἄγω)A promoting urine,
πότισμα Sor.1.71
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πότισμα Sor.1.71
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουραγωγός — (οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα … Dictionary of Greek
οὐραγωγοῖς — οὐραγωγός promoting urine masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)